- πτύσματα
- πτύσμαsputumneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
пльваниѥ — ПЛЬВАНИ|Ѥ (9), ˫А с. Действие по гл. пльвати: Гл҃ють ˫ако по бывающиимъ изгънании. бѣса того. съчетавьшаагосѧ съ чл҃вкъмь. храпани˫а ради и пльвани˫а. къ томѹ не трѣбѹють пощени˫а. (διὰ… ἀποπτύσεως) КЕ XII, 286б; Гл҃ють. ˫ако едина прилѣжна˫а… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πτύσμα — το, ΝΜΑ [πτύω] το φτύσμα, αυτό που φτύνεται κατά την απόχρεμψη, πτύελο, απόχρεμμα (α. «πτύσματα λεπτὰ καὶ ἁλυκὰ καὶ κεχρωσμένα ἀκρήτῳ χρώματι», Ιππ. β. «καὶ τι τῶν πρὸς τῷ τοίχῳ πτυσμάτων ἐπισημηναμένου», Πολ. γ. «ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν… … Dictionary of Greek